- δακρυοειδής
- -ές1. όποιος μοιάζει στο σχήμα με δάκρυ2. (το ουδ. πληθ.) δακρυοειδήκατηγορία σπερμάτων, όπως τής αχλαδιάς, που μοιάζουν με το δάκρυ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
δακρυόμορφος — η, ο ο δακρυοειδής … Dictionary of Greek